- ἐφήβαρχος
- ἐφήβαρχοςoverseer of the youthmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφήβαρχος — Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή… … Dictionary of Greek
ἐφήβαρχον — ἐφήβαρχος overseer of the youth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
εφηβαρχώ — ἐφηβαρχῶ, έω (Α) [εφήβαρχος] επιγρ. έχω το αξίωμα τού εφηβάρχου … Dictionary of Greek
υπεφήβαρχος — ὁ, Α υπαρχηγός τών εφήβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐφήβαρχος «επόπτης τών εφήβων»] … Dictionary of Greek